- δίφυλλος
- η , ο [ος , ον ]1) двустворчатый;
δίφυλλη πόρτα — двустворчатая дверь;
2) двухлистный (о растениях)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
δίφυλλη πόρτα — двустворчатая дверь;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
δίφυλλος — η, ο 1. αυτός που έχει δύο φύλλα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δίφυλλα φυτά που τα φύλλα τους αποτελούνται από δύο τμήματα … Dictionary of Greek
δίφυλλος — η, ο αυτός που αποτελείται από δύο φύλλα: Σε κάθε υπνοδωμάτιο υπάρχει δίφυλλη ντουλάπα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… … Dictionary of Greek
βάμπιρος ή βαμπίρ — (vampyrus και vampire). Είναι η κοινή ονομασία με την οποία χαρακτηρίζονται είτε μερικά χειρόπτερα αιματοφάγα που ανήκουν στην οικογένεια των δεσμοδοντιδών είτε (από εσφαλμένη ταύτισή τους με τα αιματοφάγα) άλλες νυχτερίδες που δεν απομυζούν αίμα … Dictionary of Greek